απώρυξ

απώρυξ
ἀπώρυξ (-υγος), η (AM)
1. υπόγειος οχετός ή διώρυγα
2. βλαστός που φυτεύεται στη γη χωρίς να αποσπαστεί από το μητρικό κλήμα, καταβολάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απορύσσω. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπώρυγα — ἀπῶρυξ canal from fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώρυγας — ἀπῶρυξ canal from fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώρυγες — ἀπῶρυξ canal from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”